ἱστεών

ἱστεών
ἱστεών
weaving-shed
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιστεών — ἱστεών, ὁ (Α) [ιστός] εριουργείο …   Dictionary of Greek

  • ἱστεῶνα — ἱστεών weaving shed masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστείον — ἱοτεΐον, τὸ (Α) [ιστός] ιστεών* …   Dictionary of Greek

  • ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”